- ἐξηγήσατο
- рассказал
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
ἐξηγήσατο — ἐξηγέομαι to be leader of aor ind mid 3rd sg ἐξη̱γήσατο , ἐξηγέομαι to be leader of aor ind mid 3rd sg (attic epic doric ionic) ἐξηγέομαι to be leader of aor ind mp 3rd sg (homeric ionic) ἐξηγέομαι to be leader of aor ind mid 3rd sg (homeric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθώς — (AM καθώς) Ι επίρρ. με αυτόν τον τρόπο, με τον τρόπο πού, όπως (α. «καθώς καθόσουν βέβαια θά πεφτες» β. «καθώς μού είπες έκανα» γ. «ἀγαπᾱτε ἀλλήλους, καθώς ἠγάπησα ὑμᾱς», ΚΔ) νεοελλ. φρ. α) «καθώς πρέπει» ευπρεπής, ευυπόληπτος β. «καθώς και» όπως … Dictionary of Greek
λεπτομερής — ές (AM λεπτομερής, ές) αυτός που εξετάζεται ή γίνεται με κάθε ακρίβεια και λεπτομέρεια, λεπτολογικός, λεπτομερειακός («λεπτομερής εξέταση τών πραγμάτων») μσν. αρχ. αυτός που αποτελείται από μικρά μέρη, από μόρια αρχ. (για πρόσ.) κομψός, φιλόκαλος … Dictionary of Greek